εκτροχιάζω

εκτροχιάζω
μετ.
1) пускать под откос, устраивать крушение (поезда); 2) перен. выбивать из колеи;

εκτροχιάζομαι

1) — схо- дить с рельсов, терпеть крушение;

2) перен. выбиваться из колеи; сойти с правильного пути;
3) перен. выходить за рамки, переходить, границы;

εκτροχιάζομαι εις ύβρεις — доходить до брани


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκτροχιάζω" в других словарях:

  • εκτροχιάζω — 1. αναγκάζω κάτι να βγει από την τροχιά του (ιδίως για τροχοφόρο που κινείται σε σιδηροτροχιές) 2. μτφ. μέσ. παρεκτρέπομαι, εξέρχομαι από την ευπρέπεια και το πρέπον, βγαίνω από τα όριά μου …   Dictionary of Greek

  • εκτροχιάζω — εκτροχίασα, εκτροχιάστηκα, εκτροχιασμένος, μτβ. 1. αναγκάζω κάτι (και μάλιστα όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές) να βγει από την τροχιά του. 2. μτφ., το μέσ., εκτροχιάζομαι βγαίνω από τα όριά μου, το παρακάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτροχίαση — η 1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω 2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές 3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»